- καπουκίνος
- οβλ. καπουτσίνος (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
καπουτσίνος — (I) και καπουκίνος, ο καθολικός μοναχός τού τάγματος τού αγίου Φραγκίσκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappuccino < cappuccio «κουκούλα»]. (II) ο καφές με γάλα σε αφρώδη μορφή πασπαλισμένος μερικές φορές με σοκολάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappuccino] … Dictionary of Greek
πίθηκοι — Θηλαστικά διάφορων διαστάσεων και μορφών, που αποτελούν την τάξη των πρωτευόντων. Το κρανίο τους χαρακτηρίζεται από το ότι έχει τις κογχιακές κοιλότητες καθαρά ξεχωριστές από τις κροταφικές και στραμμένες προς τα εμπρός. Η οδοντοφυΐα είναι πλήρης … Dictionary of Greek